- μείζων
- -ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, -ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει2. μεγαλύτερος στην ηλικίανεοελλ.φρ. α) «κατά μείζονα λόγον» — κατά μεγαλύτερη αιτιολογία ή υποχρέωση, για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγουςβ) (λογ.) «μείζων πρόταση» — η ηγουμένη πρόταση συλλογισμούγ) ανατ. i) «μείζων επίπλουν» — πτυχή τού περιτοναίου η οποία φέρεται από το στομάχι μέχρι την ηβική σύμφυση, καλύπτοντας από εμπρός τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ τετράπλευρο πέταλοii) «μείζων τροχαντήρας» — ένα από τα δύο ογκώματα τού μηριαίου οστού, κοντά στον αυχένα τού μηριαίουδ) μουσ. i) «μείζων τόνος» ή «μείζων τρόπος» ή «μείζων συγχορδία» ή «μείζον διάστημα» — ένας από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια μουσική σύνθεσηii) μουσ. «μείζων κλίμακα» — συνεχής διαδοχή μέσα στο διάστημα τών επτά φθόγγων τής κλίμακαςνεοελλ.-μσν.αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό στρώμα, ανώτεροςμσν.1. ισχυρότερος2. σπουδαιότεροςαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μείζων(ως τίτλος) ο αρχηγός2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑζονπερισσότερο3. φρ. «οὔτε μεῑζον οὔτε ἔλαττον» — απολύτως τίποτε, καθόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. μέζων (< μέγ-jων) < θ. μεγ- τού μέγας. Ο αττ. τ. μείζων εμφανίζει -ει- αναλογικά προς τα συγκρ. ἀμείνων, κρείττων. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή mezo και πληθ. ουδ. mezoa και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο mezavo].
Dictionary of Greek. 2013.